κλώστρον

κλώστρον
κλῶστρον, τo (AM) [κλώθω]
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
σκουλήκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλῶστρον — vermiculus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῷστρον — wearing a collar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῶστρα — κλῶστρον vermiculus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”